λάθυρος

λάθυρος
ο (Α λάθυρος, πληθ. και λάθυρα, τά)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η απλή ομοιότητα με λέξεις που σημαίνουν «φακή» (πρβλ. λατ. lens, αρχ. σλαβ. lęšta, ρωσ. ljača) δεν αποδεικυύει αναγωγή σε κοινή ΙΕ ρίζα, ούτε παράλληλο δανεισμό από μια κοινή πηγή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λάθυρος — pulse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθύροις — λάθυρος pulse masc dat pl λάθυρος pulse neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθύρων — λάθυρος pulse masc gen pl λάθυρος pulse neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθύρου — λάθυρος pulse masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθύρους — λάθυρος pulse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθύρῳ — λάθυρος pulse masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθυρα — λάθυρος pulse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθυροι — λάθυρος pulse masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάθυρον — λάθυρος pulse masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαθούρι — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονου ποώδους φυτού λάθυρος ο εδώδιμος (Lathyrus sativus) της οικογένειας των ψυχανθών. Φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Είναι ετήσιο και έχει πτερυγωτούς βλαστούς ύψους 30 έως 50 εκ. με λογχοειδή, μυτερά και κατά ζεύγη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”